θιασώτης

θιασώτης
θῐᾰσ-ώτης, ου, ,
A member of a θίασος, Ar.Ra.327 (lyr.), Is.9.30, IG22.1237.95;

θ. καὶ ἐρανισταί Arist.EN1160a19

.
2 c. gen., θιασῶται τοῦ θεοῦ τούτου (sc. Ἔρωτος) worshippers of Love, X.Smp.8.1; Ἀφροδίτης οἱ θ. IG22.1261.23; ὁ ἐμὸς θ. my fellow-reveller, E.Ba.548 (lyr.); οἱ ἑαυτοῦ θ. fellow-members of his θ., IG22.1237.73.
3 of Bacchus, leader of θίασοι, AP9.524.9.
4 generally, follower, disciple, Luc.Fug.4;

Πλάτωνος Them.Or.2.33c

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θιασώτης — member of a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτης — ο θηλ. θιασώτις (Α θιασώτης, θηλ. θιασῶτις, ιδος) [θίασος] ενθουσιώδης οπαδός, θαυμαστής, υπέρμαχος αρχ. 1. μέλος θρησκευτικού θιάσου 2. λάτρης, πιστός 3. αυτός που συμμετέχει σε θρησκευτικά λατρευτικά όργια, συνοργιαστής 4. (για τον Βάκχο)… …   Dictionary of Greek

  • θιασώτης — ο οπαδός κάποιας ιδέας, φανατικός υποστηριχτής, θαυμαστής, λάτρης: Η άποψη αυτή έχει πολλούς θιασώτες. – Είμαι θιασώτης της ευρωπαϊκής ιδέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θιασωτῶν — θιασώτης member of a masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασῶται — θιασώτης member of a masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώταις — θιασώτης member of a masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτην — θιασώτης member of a masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτου — θιασώτης member of a masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτῃ — θιασώτης member of a masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θιασώτις — η (Α θιασῶτις) βλ. θιασώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θιασώτης*] …   Dictionary of Greek

  • θιασώτας — θιασώτᾱς , θιασώτης member of a masc acc pl θιασώτᾱς , θιασώτης member of a masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”